- ερικτέανος
- ἐρικτέανος, -ον (Α)ο πλούσιος, αυτός που έχει αποκτήσει πολλά («ἐρικτέανοι βασιλῆες», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + κτέανον «κτήμα, περιουσία» < κτώμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρικτεάνου — ἐρικτέανος wealthy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρικτέανοι — ἐρικτέανος wealthy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek
ερικτήμων — ἐρικτήμων, ον (Α) ο πλούσιος, ο ερικτέανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + κτήμων (< κτήμα πρβλ. α κτήμων, γαιο κτήμων)] … Dictionary of Greek